ποτητός

ποτητός
-ή, -όν, Α [ποτῶμαι]
(επικ. τ.)
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος, φτερωτός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτητά
τα πτηνά, τα πουλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποτητός — flying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτῆτος — ποτής drink fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτητά — ποτητός flying neut nom/voc/acc pl ποτητά̱ , ποτητός flying fem nom/voc/acc dual ποτητά̱ , ποτητός flying fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτητόν — ποτητός flying masc acc sg ποτητός flying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] …   Dictionary of Greek

  • υψιπότητος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ποτητός (< ποτάομαι «πετώ»)] …   Dictionary of Greek

  • γρυπότητος — γρῡπότητος , γρυπότης hookedness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”